ηβητής — ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ] 1. νέος, ακμαίος 2. ως επίθ. νεανικός … Dictionary of Greek
ἡβητής — in one s prime masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβηταί — ἡβητής in one s prime masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητήν — ἡβητής in one s prime masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητάς — ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc acc pl ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek
ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος … Dictionary of Greek
ηβητικός — ἡβητικός, ή, όν (Α) [ηβητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.) … Dictionary of Greek